αλιπλήξ

αλιπλήξ
ἁλιπλήξ (-ῆγος), ο, η (Α)
ο ἁλίπληκτος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι-* (< ἅλς) + -πληξ < πλήσσω «χτυπώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἁλιπλήξ — ἁλίπληκτος sea beaten masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

  • αμφιπλήξ — ἀμφιπλήξ ( ῆγος), ο, η (Α) 1. (για ξίφη) αυτός που πλήττει, που χτυπά και με τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος 2. (κατάρα) που εκτοξεύεται από πατέρα και μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πλήξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. ἁλιπλήξ, οἰστροπλήξ,… …   Dictionary of Greek

  • βουπλήξ — ( ῆγος), ο (Α) 1. η βουκέντρα 2. πελέκι για τη σφαγή βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + πληξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. αλιπλήξ, αμφιπλήξ, κυματοπλήξ, παραπλήξ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • γαστεροπλήξ — ( πλῆγος), ο (Μ) ο λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ ( έρος) + πληξ < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. αλιπλήξ, αστροπλήξ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δαιμονοπλήξ — ( ῆγος), ο (Α) ο χτυπημένος από τη δύναμη κάποιου δαίμονα, θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων ( ονος) + πληξ < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. αλιπλήξ, αστροπλήξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”